παραλογίζομαι

παραλογίζομαι
+ V 2-8-0-2-2=14 Gn 29,25; 31,41; Jos 9,22; JgsA 16,10.13
לא יעדרו
to deceive [τι] Est 8,12f; to calculate fraudulently, to reckon fraudulently [τι] Gn 31,41; to defraud [τινα] Gn 29,25
*2 Sm 21,5 ὃς παρελογίσατο who deceived-רמה? for MT דמה who devised
→NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραλογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραλογίζομαι — pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογίζομαι — ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος] νεοελλ. κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνω αρχ. 1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα 2. κάνω απατηλούς, δόλιους… …   Dictionary of Greek

  • παραλογίζομαι — παραλογίστηκα, παραλογισμένος, λέω ή κάνω κάτι αντίθετο στη λογική, ανοηταίνω: Όταν χάνεις την ψυχραιμία σου, παραλογίζεσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλογίζεσθε — παραλογίζομαι pres imperat mp 2nd pl παραλογίζομαι pres ind mp 2nd pl παραλογίζομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλελογισμένων — παραλογίζομαι perf part mp fem gen pl παραλογίζομαι perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλελογίσμεθα — παραλογίζομαι perf ind mp 1st pl παραλογίζομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιζομένων — παραλογίζομαι pres part mp fem gen pl παραλογίζομαι pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιζόμεθα — παραλογίζομαι pres ind mp 1st pl παραλογίζομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιζόμενον — παραλογίζομαι pres part mp masc acc sg παραλογίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογισαμένων — παραλογίζομαι aor part mp fem gen pl παραλογίζομαι aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”